- σπαθίν
- σπαθίςspatulafem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… … Dictionary of Greek
εκλαμπρίζω — και γλαμπρίζω (Μ ἐκλαμπρίζω) 1. λάμπω 2. (η μτχ. ως επίθ.) α) λαμπερός («μαλλιά γλαμπρισμένα») β) γιαλιστερός («σπαθὶν ἐκλαμπρισμένον») γ) φωτεινός («σελήνη γλαμπρισμένη») … Dictionary of Greek